Σάββατο 5 Μαΐου 2012

συνοπτικά


   Η γιαγιά καθόταν στην πολυθρόνα με το βλέμμα στυλωμένο απέναντι. Τί σκεφτόταν  όλες αυτές τις ωρες; Είχε πιάσει ολόκληρη την πολυθρόνα, “δεν έχω άλλο χώρο, αλλά αυτόν θα τον πιάσω ολόκληρο”-ίσως να σκεφτόταν αυτό. Πάλι, ίσως να είχε δίκιο ο Πράτσεττ και μέσα στη γιαγιά να υπήρχε μια νέα κοπέλα που αναρωτιόταν τί σκατά συνέβη ξαφνικά.
   Εγώ, παιδί. Ασαφώς θυμάμαι μεγάλες ζέστες. Πολλά βιβλία. Ερωτήσεις που δεν έκανα. Θυμάμαι μια αίσθηση δυνατότητας. Πίστη δεν θυμάμαι-σε τίποτα. Προσπάθεια για πίστη, ναι. Σίγουρα. Απελπισία που δεν πίστευα σε τίποτα εν μέσω ενός σογιού που όλοι πίστευαν σε κάτι σαν να μην υπήρχε αύριο, και αυτή τη θυμάμαι.
   Η μάνα μου μπορεί μόνο να μην πίστευε πουθενά, δεν ξέρω. Δεν έχει και σημασία, όχι πια. Μετά, πιο μεγάλος, θυμάμαι να είμαι αυστηρός με τον εαυτό μου και να λέω οτι στην ουσία παριστάνω που είμαι αυστηρός με τον εαυτό μου για να χαϊδεύομαι, να μου δίνω ελαφρυντικά. Πιο μετά κατάλαβα οτι παρίστανα που μου έδινα ελαφρυντικά, παρίστανα που χαϊδευόμουν, για να μην καταλάβω πόσο αυστηρός ήμουν μαζί μου.
   Δεν πιστεύω σε τίποτα και είμαι αυστηρός με τον εαυτό μου.
   Λόγια πολλά. Από ανθρώπους, ταινίες, βιβλία, τραγούδια. Τα μάζευα και τα χαράκωνα, περίπου σαν εληές, και τα έβαζα στο ξύδι-μπορούσαν έτσι να κρατήσουν χρόνια. Την ορθογραφία στις εληές να μην μου την πειράξετε γιατί είναι δώρο (βέβαια, θα μπορούσα να γράψω απλώς sic σε μια παρένθεση δίπλα και να μην το συζητήσω περαιτέρω, αλλά δεν έχω σκοπό σήμερα να μου περιορίσω το φιλάρεσκον της γραφής-οπότε θα πρέπει να μου το συγχωρέσετε και αυτό).
   Έλεγα για τα λόγια. Αυτή μου η εμμονή με τις λέξεις με τον καιρό απέκτησε δυο, μάλλον ατυχείς, προεκτάσεις. Αφενός, δεν ήξερα πια ποιά είναι η δική μου έκφραση και ποιά η τουρσί (ούτως ειπείν) γιατί -όχι σπάνια- εκεί που μίλαγα για ό,τι, ξεπετιόνταν, κατα περίπτωση μασκαρεμένες ή ελαφρώς αλλοιωμένες από τον καιρό, κουβέντες άλλων ή -ακόμα χειρότερα- μιλούσα εγώ, τώρα και εδώ, και παράλληλα μέσα στο μυαλό μου ερχόταν ξεκάθαρα η εικόνα του Βαγγέλη, π.χ., καθισμένου στο πεζούλι της αυλής να λέει κάτι σχετικό με το θέμα μου ή και εντελώς άσχετο-φαινομενικά τουλάχιστον. Αφετέρου, σε κάποια φάση σκέφτηκα πως ένας εαυτός δεν αρκεί για να πω όλα όσα θα ήθελα να πω και οι πέντε άνθρωποι που θα τους τα έλεγα δεν ήταν αρκετά μεγάλο ακροατήριο για να τα ακούσουν. Έτσι άρχισα να σκέφτομαι το θέατρο και την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, για τα οποία όμως δεν ήμουν αρκετά όμορφος.
   Δεν πιστεύω σε τίποτα, είμαι αυστηρός με τον εαυτό μου και έχω μέσα μου πολύ περισσότερα λόγια απ’ όσα ποτέ θα χρειαστώ.
   Αρώματα. Καπνίζω πάρα πολύ. Λογικά, δεν θα έπρεπε να μπορώ να μυρίσω τίποτα απολύτως. Πόσω μάλλον να παθαίνω και καταστροφές από τα πράγματα που μυρίζω. Δεν είναι πολύ φυσιολογικό όλο αυτό. Αλλά συμβαίνει. Καθηλώνομαι, ηττόμαι κατά κράτος από αρώματα, μυρωδιές, τις μεταφράζω σε εντελώς δικούς μου κώδικες, μάλλον ακατάληπτους, και πορεύομαι μόνος και χαμογελαστός. Αλλά, το έχω ξαναπεί, τα αρώματα είναι και αυτά πάρα πολλά για ένα κορμί ξερό και μόνο του. Δυστυχία να μην έχεις κάποιον να τον ψεκάσεις αδιάκριτα με αυτό που θα ήθελες να μυρίζει-ή, μεγαλύτερη δυστυχία, να έχεις κάποιον και να αδιαφορείς να τον ψεκάσεις.
   Δεν πιστεύω σε τίποτα, είμαι αυστηρός με τον εαυτό μου, έχω μέσα μου πολύ περισσότερα λόγια απ’ όσα θα χρειαστώ και ένα γιασεμί μπορεί να με στείλει αδιάβαστο.

Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Μονόλογος για έναν ηθοποιό, έναν θεατή και ένα άηφον να παίζει μουσική σε shuffle.


   Ακούω πολύ καθαρά στο μυαλό μου την Diamanda Galas να φτύνει “είστε υπεύθυνοι“ και θυμάμαι τί ωραία βιβλία που διάβαζα όταν ήμουν πιο μικρός και τί ωραίες μουσικές που άκουγα. Πώς όλα αυτά τα έστηνα γύρω μου έναν κόσμο και απορροφόμουν (απορροφιόμουνα, απορροφούμουν, δεν ξέρω-χέσ’ τε με.). Αλλά χανόμουν με τις ώρες, ήμουν απόλυτα και με κάθε επισημότητα κάπου αλλού. Τώρα μου είναι δύσκολο όλο αυτό. Θέλω να πω, μπορεί πάλι να κάτσω κάτω με ένα βιβλίο, αλλά παράλληλα θα αγχωθώ γιατί δεν έστειλε μήνυμα, που στο διάολο είναι, τί θα κάνω με τη σχολή, πρέπει να μαζέψω το σπίτι, δεν εχω τηλεφωνήσει στη μάνα μου κανα διήμερο. Δεν είναι το ίδιο.
   Όσο και να άλλαξαν όμως όλα, η ζωή μου παραμένει δέσμια λέξεων-και αρωμάτων. Που νόμιζα οτι είναι κόλλημα της ενηλικίωσής μου, αλλά κρατάει και αυτό από τότε που έβοσκα γίδια (μη γελάτε) και έτριβα στα χέρια μου μανταρινόφυλλα, δάφνες και κατι μυριστικά κοντά και πράσινα-ανάθεμα αν έμαθα ποτέ τ’ όνομά τους-, ενώ χάζευα τους πολύ μουντούς ορίζοντες της Πελοποννήσου, με τα μαλακά υψώματα και τα δέντρα. Με τα μαύρα χώματα. Δεν είχα πολύ σαφή προορισμό τότε.
   Το μόνο που ζητάω είναι μια ευκαιρία να μετουσιωθώ. Νομίζω το ίδιο ζητάμε όλοι. Μια ευκαιρία να πλύνω το πρόσωπό μου το πρωί στο νιπτήρα και σηκώνοντας το κεφάλι να δω τα μάτια μου στον καθρέφτη άδολα, να αγαπάνε. Να αγαπάς σημαίνει να έχεις πάρει συγχώρεση.
   Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσων ανθρώπων λόγια είναι η τελευταία παράγραφος. Cesare Paveseper tutti la morte ha una sguardo/ verra la morte e avra I tuoi occhi […] sara comme smettere un vizio/ comme videre nello specchio riemergere un viso morto”, Οδυσσέας Ελύτης “να μη θυμίζεις σε τίποτα τους αυστηρούς βράχους, κι όμως η μορφή σου να μοιάζει με τον ύμνο τους, να σε παίρνουν τα πέτρινα σκαλιά ψηλά-ψηλά και εκεί να καρδιοχτυπάς έξω από την πύλη του καινούριου κόσμου”, η μάνα μου να θυμάται ένα χειμώνα που δούλευε στη Σπάρτη μόνη της, μακριά από όλους και να απαγγέλει Σεφέρη “το κρύο νερό καθε πρωί μου θύμιζε πως δεν έχω τίποτε άλλο ζωντανό κοντά μου”, ένα συγκρότημα που έβαλε τον μικρό πρίγκηπα να λέει  “όποιος θέλει να λάμψει, καίγεται. Δηλαδή πονάει… […] αγαπάει ό,τι ζει και μαζί του ξαναδημιουργεί τον κόσμο.”
   Δεν έχει άλλο σκοπό όλη αυτή η απαρρίθμηση από το να δείξει οτι μια μου κουβέντα έχει από πίσω της τα λόγια τόσων ανθρώπων. Οτι εγώ είμαι ό,τι είμαι επειδή αυτοί ήταν ό,τι ήταν. Νιώθω βαθιά αυτή τη σύνδεση, σα σύρματα χοντρά καρφωμένα στις φλέβες των χεριών μου (συγχωρέστε μου το σπλάτερ της περιγραφής). Και δεν νιώθω συνδεδεμένος μόνο με αυτούς, παρά με όλους τους ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή μου. Προσπαθώ να βρω μια εξαίρεση σε αυτό που μόλις είπα-σκέφτομαι τους χειρότερους εχθρούς μου, ανθρώπους για τους οποίους ευχήθηκα “ας παν’ στο λύκο”. Όχι. Δεν εξαιρείται κανείς. Είμαι ένα κολάζ από λόγια και σκέψεις άλλων.
   Δεν ξέρω αν το παθαίνει κανείς άλλος -οπότε η γενίκευση περριτεύει, όπως πάντα άλλωστε- αλλά ακόμα και μες στη μέρα μου, την ώρα που συμβαίνει οτιδήποτε, ακούω στο μυαλό μου λόγια άλλων να σχολιάζουν τα οσα ζω-ακούω τον Χαρούλη να ψέλνει “βάστα το νου/ να μην γκρινιάξει του καιρού/ που ‘κανε με τον πονο κλίκα/ και τσιγκουνεύεται τη γλύκα” την ίδια στιγμή που ηττόμαι απόλυτα σε κάτι -ό,τι και να ‘ναι- και πρέπει να το ξαναπάρω από την αρχή. Μερικές φορές κιόλας αποσυντονίζομαι τόσο από αυτήν την παράλληλη βίωση, που φαίνεται παραξενεύει το βλέμμα μου και με ρωτάνε τί έχω, τί επαθα-για να πάρουν την απάντηση “συγγνώμη, αλλά δεν είμαι πολύ εδώ αυτή τη στιγμή”.
   Πέρα όμως από αυτά, που εκτός από προσωπικά μάλλον, είναι και λίγο τραβηγμένα, η βασική ιδέα παραμένει. Αν τόσο σαφώς ετεροπροσδιοριζόμαστε, πώς μπορεί η αλληλεγγύη να παραμένει αίτημα; 

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

πρωί

"κάθε φορά έρχεστε εδώ με ένα καινούριο σχέδιο και παίρνουμε φωτιά και μετά έρχεται η Forrester με το λάστιχο και πνιγόμαστε στο τσουνάμι".

   Κουράστηκα. Χτες καθαρίσαμε με τον Γείτονα το σπίτι, εγώ έκανα τις τακτοποιήσεις και το μπάνιο κι αυτός σκούπισμα-σφουγγάριμα. Μόνο "η δουλειά" της Πρωτοψάλτη δεν έπαιζε από πίσω και ήταν κρίμα γιατί εκεί που μαζεύαμε μπόγους ρούχα και τους διπλώναμε να τους βάλουμε στη ντουλάπα πολύ θα πήγαινε, είχαμε πιάσει και κουβέντα, ωραία ήταν. Είναι μεγάλη αδικία που η ζωή μας δεν έχει soundtrack, παρ' όλες μου τις προσπάθειες να βάλω.
   Θέλω να μας πάρουνε στη δουλειά. Το μόνο που δεν έχω κάνει είναι να στυλώσω τα πόδια στο πάτωμα και  να τα κοπανάω σαν παιδάκι και να τσιρίζω. Σήμερα το ονειρεύτηκα κιόλας, οτι ο Γείτονας ήταν στο καθιστικό, εγώ στο δωμάτιο, κοιμόμασταν, και και με παίρνει τηλέφωνο στο κινητό να μου πει οτι του τηλεφώνησαν και του είπαν οτι μας πήραν. Ξύπνησα, σκοτάδι. Παπαριές, Μαριγούλα μου...
   Στις μαντείες και τα άστρα γυρνάω κάθε φορά που είμαι συγχυσμένος-ο ευτυχισμένος ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη από αυτά. Ίσως πάλι να μην έχει και κανένας, αλλά και πώς να διασκεδάσεις τις σκέψεις σου για ένα αύριο που δεν ξέρεις από που θα σου στείλει την ταφόπλακα, εκατό κιλά μάρμαρο; Μα πια περπατάμε σκυφτοί, κυρτωμένοι, σε επιφυλακή-δεν είναι κατάσταση.
   Σε άλλα νέα, αποφεύγω το σεξ. Δεν ξέρω πώς την έχω δει, αλλά το αποφεύγω. Μπορεί και λίγο η σκέψη να με φρικάρει ή να με αηδιάζει. Άμα δεν θέλω να τριφτώ στο στέρνο του άλλου σαν γατί, δεν πα να 'ναι και ο θεός ο ίδιος σε αντρική συσκευασία... Από τη μια είναι αυτό, από την άλλη καταλαβαίνω οτι η κατάσταση έτσι δεν πάει πουθενά. Σε απορία ο Μητσάκος. Επί του παρόντος, υπομονή.
   Συνειδητοποιήσεις αυτοαναφορικές (κοινώς, δουλειά δεν έχω και παρατηρώ τις αντιδράσεις μου): Άμα μιλάω, εκτονώνω ένταση. Λέω, λέω, λεώ, μου περνάει. Είναι άμα σιωπώ που ετοιμάζω μέσα μου το έγκλημα, εκεί γίνομαι επικίνδυνος. Κατά πάσα πιθανότητα, ισχύει για όλους τους ανθρώπους.

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

dark night of the soul

   Παθαίνω, τώρα που μιλάμε, κρίση πανικού και δεν υπάρχει *ένας άνθρωπος* κοντά να του μιλήσω. Δηλαδή, υπάρχει, αλλά κοιμάται στον καναπέ και δεν υπάρχει περίπτωση να τον ξυπνήσω για να του πω τις μαλακίες που με πνίγουνε. Υπάρχει ενα όριο στο πόσα μπορείς να κάνεις στους ανθρώπους πριν σκεφτούν σοβαρά το ενδεχόμενο να σε σουτάρουνε.
   Είναι άδικο αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Δεν μπορεί να κάνει να νιώθω έτσι. Αλλά από την άλλη, γιατί όχι; Τί σκατά θα κάνω; Πρέπει να κάνω μια εργασία για ένα υποχρεωτικό μάθημα στη σχολή αλλά δεν θέλω καθόλου, πρέπει να βρω δουλειά αλλά κωλοβαράω, πρέπει να δω τί σκατά θα κάνω με τη ζωή μου αλλά όλο το αναβάλλω. Με τρώει το κεφάλι μου από τα νεύρα μου, από το ξύσε ξύσε έχω κάνει τα μαλλιά μου σκατά.
   Όλο καπνίζω, Χριστέ μου. Όλο καπνίζω. Νομίζω όλο αυτό είναι ένα παιχνίδι, τα πάντα, μια παράσταση κι αμα δεν πάει καλά, έχουμε κι επόμενη. Αμ δε! Αυτή είναι η ζωή σου, ηλίθιε, και κάθε μέρα που πέρασε είναι μια μέρα περασμένη. Δειλία. Δειλία και αναβλητικότητα.
   Νύχτα-κατάνυχτα τώρα, μόνος εγώ στο δωμάτιο, η πόρτα κλειστή, ο Γείτονας στο καθιστικό κοιμάται από ώρα, κοιμόμουν και γω αλλά πετάχτηκα με μια ώρα ύπνο και ένα άγχος τσακιστερό, να σπάει τα τσαΐρια, και κει που χάζευα στο ίντερνετ έχοντας πάρει απόφασή το το ότι δεν θα κοιμηθώ ξανά, σκέφτηκα κάτι. Δεν θυμάμαι πόσες φορές κοίταξα πίσω από τον ώμο μου να δω αν με κοιτάει κανείς (ποιός;), δεν μπορώ να σας εξηγήσω πόσο ανέβηκαν οι παλμοί μου ή πόσο δάγκωνα τα χείλια μου, όταν έψαξα στο google για το πρόγραμμα σπουδών του ΚΘΒΕ, για το πρόγραμμα σπουδών του Ίασμου, δεν μπορώ να σας μεταφέρω τί πέρασε από το μυαλό μου όταν είδα οτι οι πρώτοι παίρνουν 10-12 άτομα κάθε χρόνο, "τί κάνεις τόσο καιρό", τί θες να κάνεις;", "σιγά μη με παρουν", "σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να τραγουδήσω ή να χορέψω ή να παίξω", "δεν ξέρω τί μπορώ να κάνω, δεν το έχω δοκιμάσει", "πόσος καιρός χαμένος;"¨.
   Τί θέλω να κάνω; Γιατί νιώθω εγκλωβισμένος; Τρόμαξα με τα πράγματα που σκέφτηκα. Μαύρες σκέψεις και δεν μου άρεσαν καθόλου. Δεν μπορώ να φανταστώ το μέλλον. Μεγάλωσα; Πνίγομαι. Τρελαίνομαι. Λάθη. Πόσα; Πόσο ακριβά;
   Αυτό θέλω; Ηθοποιός; Πώς; Μου λείπει η ομορφιά και το ταλέντο.
   Όλο καπνίζω. Και δος του φούμο. Τέλος αυτή η παρωδία. Και τί άλλο;  Να αδυνατίσω, να αποστεωθώ. Να μαζέψω λεφτά. Πώς; Να μαζέψω. Σε ένα αδιέξοδο και να φύγω να πάω που; Καλά, ξεκάθαρα όχι στην Αρχαιολογία. Πού όμως; Και, έχω χρόνο να πάω όπου κι αν είναι να παώ;
   Είναι άδικο να να νιώθω έτσι. Θέλω, βαθιά από την ψυχή μου, να με πάρουν σε αυτή την δουλειά που έχω κατα νου και να χρειαστεί να μείνω Χριστούγεννα Θεσσαλονίκη γιατί ο πατέρας μου δεν μου καλομιλάει από τότε που τους είπα οτι είμαι gay και δεν θέλω να το αντιμετωπίσω όλο αυτό για 15 μέρες-δεν είναι οτι θα μου πει κάτι, αλλά ούτε το βλέμμα του δεν θέλω να σκέφτομαι. Σκατά. Και αυτός είναι και ο λόγος που θέλω να βρω δουλειά να ανεξαρτητοποιηθώ, γιατί δεν θέλω να με πληρώνουν αλλο. Αλλά αφήνω τις μέρες και φεύγουν έτσι, χωρίς να κάνω τίποτα. Λες και όλα είναι μια περατζάδα. Και θέλω να ευτυχήσω στη ζωή μου, αλλά πώς;
   Λέω να τα φέρω όλα τούμπα. Θα τα φέρω ολα τουμπα. Πρέπει να τα φέρω όλα τούμπα.
   Για καλή αρχή και έκβαση, κόβω το κάπνισμα και το φαί.
*Α*

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

παγωνόφτερο, φαντάζομαι.

   Σε θάλαμο νοσοκομείου, πίνακας στον τοίχο: Ένα τριαντάφυλλο και γύρω του αυτό, γραμμένο σε τέσσερις γλώσσες- "μια μέρα χωρίς εσένα, είναι μια μέρα χαμένη". Ήταν γραμμένο σε τόσες γλώσσες για να ΄χει να διαλέγει ο επισκέπτης ποιά γλώσσα δεν ξέρει ο αγαπημένος του, να του το λέει σε κείνη. Δεν ξέρω αν κάνει να βαραίνουμε αυτόν που αγαπάμε με την αγάπη μας.
   Και γω, κάθε φορά που θέλω να ξεκαβλώσω, το ξανασκέφτομαι, γιατί ξέρω οτι μόλις τελειώσει το σεξ θα θέλω να δώσω μια κλωτσιά στον άνθρωπο που είναι δίπλα μου, να πέσει από το κρεβάτι να με αφήσει στην ησυχία μου. Το όνομά του δεν θα σημαίνει τίποτα, η αγκαλιά του δεν θα μυρίζει με έναν τρόπο που θα μου αρέσει.

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

.

   Η μάνα μου προχτές ονειρευόταν φωτισμένες τις μπανιέρες στο Ναύπλιο και στο λιμάνι καράβια με εφοπλιστές που έρχονταν να κάνουν επενδύσεις να σώσουν την Ελλάδα. Όλων μας τα νεύρα είναι κρόσσια. Αυτό το έχουμε εμπεδώσει.
   Σκεφτόμουν οτι τίποτα δεν αξίζει να το έχεις, αν δεν μπορεί να βοηθήσει και τους φίλους σου. Ή, για να το διατυπώσω πλέον κατανοητά, ό,τι δεν μοιράζεσαι, δεν έχει λόγο ύπαρξης. Λεφτά, ρούχα, αντικείμενα, σκέψεις, άνοιξε το χέρι σου και δωσ' τα-καθότι μαζί σου δεν θα τα πάρεις, που λέει και η γιαγιά. Τους ανθρώπους όμως μπορείς να τους πάρεις και να πάτε μια βόλτα, να 'ρθει το μέσα σου να καργάρει ευτυχία. Προτιμότερο αυτό.
   Σ' αυτό το πνεύμα -πάει λίγος καιρός- φορέσαμε με τον Γείτονα ένα απόγευμα ο ένας τα ρούχα του άλλου, από πάνω μέχρι κάτω (έως και τα γυαλιά ηλίου), και βγήκαμε για καφέ. Επίσης, κανα δυο μερες πριν, είχαμε κοιμηθεί στο σπίτι μιας φίλης και το πρωί που ξυπνήσαμε, για να μην είμαστε με χτεσινά ρούχα, βγάλαμε πλάτη με πλάτη τα παντελόνια μας και τα ανταλλάξαμε κι αυτά, σχολιάζοντας την περίεργη αίσθηση του να φοράς ρούχο που έχει ζεστάνει άλλος-αλλά μας είχε, τρόπον τινά, προλάβει ο Ελύτης, as always.
   Έρχονται ώρες που σκέφτομαι κάτι, μια διαπίστωση για τη ζωή μου φερ' ειπείν, και δεν ξέρω αν είναι δική μου σκέψη ή της Γενοβέφας. Τη νιώθω και τη σκέψη ζεστή, σα φορεμένο ρούχο.
   Τρομάζω λίγο με όλο αυτό το μοίρασμα, την κατάλυση της ιδιοκτησίας, αλλά δεν θα την άλλαζα με τίποτα. Οι άνθρωποί μου μού είναι πολύτιμοι, με προσδιορίζουν, μου δίνουν υπόσταση, "είμαι εγώ" γιατί "είναι αυτοί". Έτσι "είμαστε". Και συμπληρώνουμε ο ένας τα λόγια του άλλου και εκνευρίζουμε ο ένας τον άλλο, και γελάμε και κλαίμε και αν κάτι πάει στραβά το καταλαβαίνουμε διαισθητικά πριν καλά καλά συμβεί, και φοράμε ο ένας τα ρούχα του άλλου δεύτερη μερα και μπλέκονται οι μυρωδιές μας, και κοιμόμαστε όλοι μαζί σε ένα σπίτι και του καθενός του πράγματα είναι όλων τα πράγματα. Έτσι θέλω να ζω.
   Με αυτό το mindset, μα τον Χριστό και την Παναγία, δεν μπορώ με τίποτα να καταλάβω τί συμβαίνει εκεί έξω.

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

το προφανές


   Ας κοροϊδεύει η Γενοβέφα όσο θέλει, η Νικολακοπούλου είναι μια θεότητα ινκαρνάτα. Γιατί καταφέρνει αυτό που πρίν από αυτήν κατάφερναν οι μεγάλοι μόνο (Γκάτσος, Τσιτσάνης off the top of my head...), να μιλήσει δηλαδή για το προφανές, απλά. "Χάρηκα που τα 'παμε, έστω και τώρα" λέει κάπου. Και καταλαβαίνεις οτι τον αγάπησε τον μαλάκα, τη χώρισε ο μαλάκας, τον πόνεσε τον μαλάκα, ήρθε και μάργωσε το μέσα της για τον μαλάκα και τώρα -μετά την τόση οδύνη-, ξεκαθάρισαν στο κεφάλι της όλα. Ησύχασε.
   Έχει βέβαια μια μανιέρα ο στίχος της, αλλά ποιός είμαι εγώ να κατηγορήσω, ειδικά εφόσον αυτή γίνεται όπως γίνεται και αισθητικά με καλύπτει. 
   Ο δε Τσιτσάνης, το 'χουμε ξαναπεί, έγραψε αυτό που θα σας δώσω κι από κάτω ως λέξεις για την καρτέλα, και το οποίο, αν ποτέ ερωτηθώ, θα πω οτι είναι το αγαπημένο μου ποίημα στον κόσμο όλο.
   
Βραδιάζει γύρω κι η νύχτα
απλώνει σκοτάδι βαθύ
κορίτσι ξένο σαν ίσκιος
πλανιέται μονάχο στην γη

Χωρίς ντροπή, αναζητεί
τον ήλιο που έχει χαθεί,
στα σκοτάδια να βρει

Μπορεί να το ‘χουν πλανέψει
ακρογιαλιές δειλινά
και σκλαβωμένη για πάντα
κρατούνε την δόλια καρδιά

Μπορεί ακόμα μπορεί,
να έχει πια τρελαθεί
και τότε ποιος θα ρωτήσει
να μάθει ποτέ το γιατί