Σάββατο 5 Μαΐου 2012

συνοπτικά


   Η γιαγιά καθόταν στην πολυθρόνα με το βλέμμα στυλωμένο απέναντι. Τί σκεφτόταν  όλες αυτές τις ωρες; Είχε πιάσει ολόκληρη την πολυθρόνα, “δεν έχω άλλο χώρο, αλλά αυτόν θα τον πιάσω ολόκληρο”-ίσως να σκεφτόταν αυτό. Πάλι, ίσως να είχε δίκιο ο Πράτσεττ και μέσα στη γιαγιά να υπήρχε μια νέα κοπέλα που αναρωτιόταν τί σκατά συνέβη ξαφνικά.
   Εγώ, παιδί. Ασαφώς θυμάμαι μεγάλες ζέστες. Πολλά βιβλία. Ερωτήσεις που δεν έκανα. Θυμάμαι μια αίσθηση δυνατότητας. Πίστη δεν θυμάμαι-σε τίποτα. Προσπάθεια για πίστη, ναι. Σίγουρα. Απελπισία που δεν πίστευα σε τίποτα εν μέσω ενός σογιού που όλοι πίστευαν σε κάτι σαν να μην υπήρχε αύριο, και αυτή τη θυμάμαι.
   Η μάνα μου μπορεί μόνο να μην πίστευε πουθενά, δεν ξέρω. Δεν έχει και σημασία, όχι πια. Μετά, πιο μεγάλος, θυμάμαι να είμαι αυστηρός με τον εαυτό μου και να λέω οτι στην ουσία παριστάνω που είμαι αυστηρός με τον εαυτό μου για να χαϊδεύομαι, να μου δίνω ελαφρυντικά. Πιο μετά κατάλαβα οτι παρίστανα που μου έδινα ελαφρυντικά, παρίστανα που χαϊδευόμουν, για να μην καταλάβω πόσο αυστηρός ήμουν μαζί μου.
   Δεν πιστεύω σε τίποτα και είμαι αυστηρός με τον εαυτό μου.
   Λόγια πολλά. Από ανθρώπους, ταινίες, βιβλία, τραγούδια. Τα μάζευα και τα χαράκωνα, περίπου σαν εληές, και τα έβαζα στο ξύδι-μπορούσαν έτσι να κρατήσουν χρόνια. Την ορθογραφία στις εληές να μην μου την πειράξετε γιατί είναι δώρο (βέβαια, θα μπορούσα να γράψω απλώς sic σε μια παρένθεση δίπλα και να μην το συζητήσω περαιτέρω, αλλά δεν έχω σκοπό σήμερα να μου περιορίσω το φιλάρεσκον της γραφής-οπότε θα πρέπει να μου το συγχωρέσετε και αυτό).
   Έλεγα για τα λόγια. Αυτή μου η εμμονή με τις λέξεις με τον καιρό απέκτησε δυο, μάλλον ατυχείς, προεκτάσεις. Αφενός, δεν ήξερα πια ποιά είναι η δική μου έκφραση και ποιά η τουρσί (ούτως ειπείν) γιατί -όχι σπάνια- εκεί που μίλαγα για ό,τι, ξεπετιόνταν, κατα περίπτωση μασκαρεμένες ή ελαφρώς αλλοιωμένες από τον καιρό, κουβέντες άλλων ή -ακόμα χειρότερα- μιλούσα εγώ, τώρα και εδώ, και παράλληλα μέσα στο μυαλό μου ερχόταν ξεκάθαρα η εικόνα του Βαγγέλη, π.χ., καθισμένου στο πεζούλι της αυλής να λέει κάτι σχετικό με το θέμα μου ή και εντελώς άσχετο-φαινομενικά τουλάχιστον. Αφετέρου, σε κάποια φάση σκέφτηκα πως ένας εαυτός δεν αρκεί για να πω όλα όσα θα ήθελα να πω και οι πέντε άνθρωποι που θα τους τα έλεγα δεν ήταν αρκετά μεγάλο ακροατήριο για να τα ακούσουν. Έτσι άρχισα να σκέφτομαι το θέατρο και την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, για τα οποία όμως δεν ήμουν αρκετά όμορφος.
   Δεν πιστεύω σε τίποτα, είμαι αυστηρός με τον εαυτό μου και έχω μέσα μου πολύ περισσότερα λόγια απ’ όσα ποτέ θα χρειαστώ.
   Αρώματα. Καπνίζω πάρα πολύ. Λογικά, δεν θα έπρεπε να μπορώ να μυρίσω τίποτα απολύτως. Πόσω μάλλον να παθαίνω και καταστροφές από τα πράγματα που μυρίζω. Δεν είναι πολύ φυσιολογικό όλο αυτό. Αλλά συμβαίνει. Καθηλώνομαι, ηττόμαι κατά κράτος από αρώματα, μυρωδιές, τις μεταφράζω σε εντελώς δικούς μου κώδικες, μάλλον ακατάληπτους, και πορεύομαι μόνος και χαμογελαστός. Αλλά, το έχω ξαναπεί, τα αρώματα είναι και αυτά πάρα πολλά για ένα κορμί ξερό και μόνο του. Δυστυχία να μην έχεις κάποιον να τον ψεκάσεις αδιάκριτα με αυτό που θα ήθελες να μυρίζει-ή, μεγαλύτερη δυστυχία, να έχεις κάποιον και να αδιαφορείς να τον ψεκάσεις.
   Δεν πιστεύω σε τίποτα, είμαι αυστηρός με τον εαυτό μου, έχω μέσα μου πολύ περισσότερα λόγια απ’ όσα θα χρειαστώ και ένα γιασεμί μπορεί να με στείλει αδιάβαστο.

Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Μονόλογος για έναν ηθοποιό, έναν θεατή και ένα άηφον να παίζει μουσική σε shuffle.


   Ακούω πολύ καθαρά στο μυαλό μου την Diamanda Galas να φτύνει “είστε υπεύθυνοι“ και θυμάμαι τί ωραία βιβλία που διάβαζα όταν ήμουν πιο μικρός και τί ωραίες μουσικές που άκουγα. Πώς όλα αυτά τα έστηνα γύρω μου έναν κόσμο και απορροφόμουν (απορροφιόμουνα, απορροφούμουν, δεν ξέρω-χέσ’ τε με.). Αλλά χανόμουν με τις ώρες, ήμουν απόλυτα και με κάθε επισημότητα κάπου αλλού. Τώρα μου είναι δύσκολο όλο αυτό. Θέλω να πω, μπορεί πάλι να κάτσω κάτω με ένα βιβλίο, αλλά παράλληλα θα αγχωθώ γιατί δεν έστειλε μήνυμα, που στο διάολο είναι, τί θα κάνω με τη σχολή, πρέπει να μαζέψω το σπίτι, δεν εχω τηλεφωνήσει στη μάνα μου κανα διήμερο. Δεν είναι το ίδιο.
   Όσο και να άλλαξαν όμως όλα, η ζωή μου παραμένει δέσμια λέξεων-και αρωμάτων. Που νόμιζα οτι είναι κόλλημα της ενηλικίωσής μου, αλλά κρατάει και αυτό από τότε που έβοσκα γίδια (μη γελάτε) και έτριβα στα χέρια μου μανταρινόφυλλα, δάφνες και κατι μυριστικά κοντά και πράσινα-ανάθεμα αν έμαθα ποτέ τ’ όνομά τους-, ενώ χάζευα τους πολύ μουντούς ορίζοντες της Πελοποννήσου, με τα μαλακά υψώματα και τα δέντρα. Με τα μαύρα χώματα. Δεν είχα πολύ σαφή προορισμό τότε.
   Το μόνο που ζητάω είναι μια ευκαιρία να μετουσιωθώ. Νομίζω το ίδιο ζητάμε όλοι. Μια ευκαιρία να πλύνω το πρόσωπό μου το πρωί στο νιπτήρα και σηκώνοντας το κεφάλι να δω τα μάτια μου στον καθρέφτη άδολα, να αγαπάνε. Να αγαπάς σημαίνει να έχεις πάρει συγχώρεση.
   Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσων ανθρώπων λόγια είναι η τελευταία παράγραφος. Cesare Paveseper tutti la morte ha una sguardo/ verra la morte e avra I tuoi occhi […] sara comme smettere un vizio/ comme videre nello specchio riemergere un viso morto”, Οδυσσέας Ελύτης “να μη θυμίζεις σε τίποτα τους αυστηρούς βράχους, κι όμως η μορφή σου να μοιάζει με τον ύμνο τους, να σε παίρνουν τα πέτρινα σκαλιά ψηλά-ψηλά και εκεί να καρδιοχτυπάς έξω από την πύλη του καινούριου κόσμου”, η μάνα μου να θυμάται ένα χειμώνα που δούλευε στη Σπάρτη μόνη της, μακριά από όλους και να απαγγέλει Σεφέρη “το κρύο νερό καθε πρωί μου θύμιζε πως δεν έχω τίποτε άλλο ζωντανό κοντά μου”, ένα συγκρότημα που έβαλε τον μικρό πρίγκηπα να λέει  “όποιος θέλει να λάμψει, καίγεται. Δηλαδή πονάει… […] αγαπάει ό,τι ζει και μαζί του ξαναδημιουργεί τον κόσμο.”
   Δεν έχει άλλο σκοπό όλη αυτή η απαρρίθμηση από το να δείξει οτι μια μου κουβέντα έχει από πίσω της τα λόγια τόσων ανθρώπων. Οτι εγώ είμαι ό,τι είμαι επειδή αυτοί ήταν ό,τι ήταν. Νιώθω βαθιά αυτή τη σύνδεση, σα σύρματα χοντρά καρφωμένα στις φλέβες των χεριών μου (συγχωρέστε μου το σπλάτερ της περιγραφής). Και δεν νιώθω συνδεδεμένος μόνο με αυτούς, παρά με όλους τους ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή μου. Προσπαθώ να βρω μια εξαίρεση σε αυτό που μόλις είπα-σκέφτομαι τους χειρότερους εχθρούς μου, ανθρώπους για τους οποίους ευχήθηκα “ας παν’ στο λύκο”. Όχι. Δεν εξαιρείται κανείς. Είμαι ένα κολάζ από λόγια και σκέψεις άλλων.
   Δεν ξέρω αν το παθαίνει κανείς άλλος -οπότε η γενίκευση περριτεύει, όπως πάντα άλλωστε- αλλά ακόμα και μες στη μέρα μου, την ώρα που συμβαίνει οτιδήποτε, ακούω στο μυαλό μου λόγια άλλων να σχολιάζουν τα οσα ζω-ακούω τον Χαρούλη να ψέλνει “βάστα το νου/ να μην γκρινιάξει του καιρού/ που ‘κανε με τον πονο κλίκα/ και τσιγκουνεύεται τη γλύκα” την ίδια στιγμή που ηττόμαι απόλυτα σε κάτι -ό,τι και να ‘ναι- και πρέπει να το ξαναπάρω από την αρχή. Μερικές φορές κιόλας αποσυντονίζομαι τόσο από αυτήν την παράλληλη βίωση, που φαίνεται παραξενεύει το βλέμμα μου και με ρωτάνε τί έχω, τί επαθα-για να πάρουν την απάντηση “συγγνώμη, αλλά δεν είμαι πολύ εδώ αυτή τη στιγμή”.
   Πέρα όμως από αυτά, που εκτός από προσωπικά μάλλον, είναι και λίγο τραβηγμένα, η βασική ιδέα παραμένει. Αν τόσο σαφώς ετεροπροσδιοριζόμαστε, πώς μπορεί η αλληλεγγύη να παραμένει αίτημα;