Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

πρωί

"κάθε φορά έρχεστε εδώ με ένα καινούριο σχέδιο και παίρνουμε φωτιά και μετά έρχεται η Forrester με το λάστιχο και πνιγόμαστε στο τσουνάμι".

   Κουράστηκα. Χτες καθαρίσαμε με τον Γείτονα το σπίτι, εγώ έκανα τις τακτοποιήσεις και το μπάνιο κι αυτός σκούπισμα-σφουγγάριμα. Μόνο "η δουλειά" της Πρωτοψάλτη δεν έπαιζε από πίσω και ήταν κρίμα γιατί εκεί που μαζεύαμε μπόγους ρούχα και τους διπλώναμε να τους βάλουμε στη ντουλάπα πολύ θα πήγαινε, είχαμε πιάσει και κουβέντα, ωραία ήταν. Είναι μεγάλη αδικία που η ζωή μας δεν έχει soundtrack, παρ' όλες μου τις προσπάθειες να βάλω.
   Θέλω να μας πάρουνε στη δουλειά. Το μόνο που δεν έχω κάνει είναι να στυλώσω τα πόδια στο πάτωμα και  να τα κοπανάω σαν παιδάκι και να τσιρίζω. Σήμερα το ονειρεύτηκα κιόλας, οτι ο Γείτονας ήταν στο καθιστικό, εγώ στο δωμάτιο, κοιμόμασταν, και και με παίρνει τηλέφωνο στο κινητό να μου πει οτι του τηλεφώνησαν και του είπαν οτι μας πήραν. Ξύπνησα, σκοτάδι. Παπαριές, Μαριγούλα μου...
   Στις μαντείες και τα άστρα γυρνάω κάθε φορά που είμαι συγχυσμένος-ο ευτυχισμένος ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη από αυτά. Ίσως πάλι να μην έχει και κανένας, αλλά και πώς να διασκεδάσεις τις σκέψεις σου για ένα αύριο που δεν ξέρεις από που θα σου στείλει την ταφόπλακα, εκατό κιλά μάρμαρο; Μα πια περπατάμε σκυφτοί, κυρτωμένοι, σε επιφυλακή-δεν είναι κατάσταση.
   Σε άλλα νέα, αποφεύγω το σεξ. Δεν ξέρω πώς την έχω δει, αλλά το αποφεύγω. Μπορεί και λίγο η σκέψη να με φρικάρει ή να με αηδιάζει. Άμα δεν θέλω να τριφτώ στο στέρνο του άλλου σαν γατί, δεν πα να 'ναι και ο θεός ο ίδιος σε αντρική συσκευασία... Από τη μια είναι αυτό, από την άλλη καταλαβαίνω οτι η κατάσταση έτσι δεν πάει πουθενά. Σε απορία ο Μητσάκος. Επί του παρόντος, υπομονή.
   Συνειδητοποιήσεις αυτοαναφορικές (κοινώς, δουλειά δεν έχω και παρατηρώ τις αντιδράσεις μου): Άμα μιλάω, εκτονώνω ένταση. Λέω, λέω, λεώ, μου περνάει. Είναι άμα σιωπώ που ετοιμάζω μέσα μου το έγκλημα, εκεί γίνομαι επικίνδυνος. Κατά πάσα πιθανότητα, ισχύει για όλους τους ανθρώπους.

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

dark night of the soul

   Παθαίνω, τώρα που μιλάμε, κρίση πανικού και δεν υπάρχει *ένας άνθρωπος* κοντά να του μιλήσω. Δηλαδή, υπάρχει, αλλά κοιμάται στον καναπέ και δεν υπάρχει περίπτωση να τον ξυπνήσω για να του πω τις μαλακίες που με πνίγουνε. Υπάρχει ενα όριο στο πόσα μπορείς να κάνεις στους ανθρώπους πριν σκεφτούν σοβαρά το ενδεχόμενο να σε σουτάρουνε.
   Είναι άδικο αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Δεν μπορεί να κάνει να νιώθω έτσι. Αλλά από την άλλη, γιατί όχι; Τί σκατά θα κάνω; Πρέπει να κάνω μια εργασία για ένα υποχρεωτικό μάθημα στη σχολή αλλά δεν θέλω καθόλου, πρέπει να βρω δουλειά αλλά κωλοβαράω, πρέπει να δω τί σκατά θα κάνω με τη ζωή μου αλλά όλο το αναβάλλω. Με τρώει το κεφάλι μου από τα νεύρα μου, από το ξύσε ξύσε έχω κάνει τα μαλλιά μου σκατά.
   Όλο καπνίζω, Χριστέ μου. Όλο καπνίζω. Νομίζω όλο αυτό είναι ένα παιχνίδι, τα πάντα, μια παράσταση κι αμα δεν πάει καλά, έχουμε κι επόμενη. Αμ δε! Αυτή είναι η ζωή σου, ηλίθιε, και κάθε μέρα που πέρασε είναι μια μέρα περασμένη. Δειλία. Δειλία και αναβλητικότητα.
   Νύχτα-κατάνυχτα τώρα, μόνος εγώ στο δωμάτιο, η πόρτα κλειστή, ο Γείτονας στο καθιστικό κοιμάται από ώρα, κοιμόμουν και γω αλλά πετάχτηκα με μια ώρα ύπνο και ένα άγχος τσακιστερό, να σπάει τα τσαΐρια, και κει που χάζευα στο ίντερνετ έχοντας πάρει απόφασή το το ότι δεν θα κοιμηθώ ξανά, σκέφτηκα κάτι. Δεν θυμάμαι πόσες φορές κοίταξα πίσω από τον ώμο μου να δω αν με κοιτάει κανείς (ποιός;), δεν μπορώ να σας εξηγήσω πόσο ανέβηκαν οι παλμοί μου ή πόσο δάγκωνα τα χείλια μου, όταν έψαξα στο google για το πρόγραμμα σπουδών του ΚΘΒΕ, για το πρόγραμμα σπουδών του Ίασμου, δεν μπορώ να σας μεταφέρω τί πέρασε από το μυαλό μου όταν είδα οτι οι πρώτοι παίρνουν 10-12 άτομα κάθε χρόνο, "τί κάνεις τόσο καιρό", τί θες να κάνεις;", "σιγά μη με παρουν", "σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να τραγουδήσω ή να χορέψω ή να παίξω", "δεν ξέρω τί μπορώ να κάνω, δεν το έχω δοκιμάσει", "πόσος καιρός χαμένος;"¨.
   Τί θέλω να κάνω; Γιατί νιώθω εγκλωβισμένος; Τρόμαξα με τα πράγματα που σκέφτηκα. Μαύρες σκέψεις και δεν μου άρεσαν καθόλου. Δεν μπορώ να φανταστώ το μέλλον. Μεγάλωσα; Πνίγομαι. Τρελαίνομαι. Λάθη. Πόσα; Πόσο ακριβά;
   Αυτό θέλω; Ηθοποιός; Πώς; Μου λείπει η ομορφιά και το ταλέντο.
   Όλο καπνίζω. Και δος του φούμο. Τέλος αυτή η παρωδία. Και τί άλλο;  Να αδυνατίσω, να αποστεωθώ. Να μαζέψω λεφτά. Πώς; Να μαζέψω. Σε ένα αδιέξοδο και να φύγω να πάω που; Καλά, ξεκάθαρα όχι στην Αρχαιολογία. Πού όμως; Και, έχω χρόνο να πάω όπου κι αν είναι να παώ;
   Είναι άδικο να να νιώθω έτσι. Θέλω, βαθιά από την ψυχή μου, να με πάρουν σε αυτή την δουλειά που έχω κατα νου και να χρειαστεί να μείνω Χριστούγεννα Θεσσαλονίκη γιατί ο πατέρας μου δεν μου καλομιλάει από τότε που τους είπα οτι είμαι gay και δεν θέλω να το αντιμετωπίσω όλο αυτό για 15 μέρες-δεν είναι οτι θα μου πει κάτι, αλλά ούτε το βλέμμα του δεν θέλω να σκέφτομαι. Σκατά. Και αυτός είναι και ο λόγος που θέλω να βρω δουλειά να ανεξαρτητοποιηθώ, γιατί δεν θέλω να με πληρώνουν αλλο. Αλλά αφήνω τις μέρες και φεύγουν έτσι, χωρίς να κάνω τίποτα. Λες και όλα είναι μια περατζάδα. Και θέλω να ευτυχήσω στη ζωή μου, αλλά πώς;
   Λέω να τα φέρω όλα τούμπα. Θα τα φέρω ολα τουμπα. Πρέπει να τα φέρω όλα τούμπα.
   Για καλή αρχή και έκβαση, κόβω το κάπνισμα και το φαί.
*Α*

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

παγωνόφτερο, φαντάζομαι.

   Σε θάλαμο νοσοκομείου, πίνακας στον τοίχο: Ένα τριαντάφυλλο και γύρω του αυτό, γραμμένο σε τέσσερις γλώσσες- "μια μέρα χωρίς εσένα, είναι μια μέρα χαμένη". Ήταν γραμμένο σε τόσες γλώσσες για να ΄χει να διαλέγει ο επισκέπτης ποιά γλώσσα δεν ξέρει ο αγαπημένος του, να του το λέει σε κείνη. Δεν ξέρω αν κάνει να βαραίνουμε αυτόν που αγαπάμε με την αγάπη μας.
   Και γω, κάθε φορά που θέλω να ξεκαβλώσω, το ξανασκέφτομαι, γιατί ξέρω οτι μόλις τελειώσει το σεξ θα θέλω να δώσω μια κλωτσιά στον άνθρωπο που είναι δίπλα μου, να πέσει από το κρεβάτι να με αφήσει στην ησυχία μου. Το όνομά του δεν θα σημαίνει τίποτα, η αγκαλιά του δεν θα μυρίζει με έναν τρόπο που θα μου αρέσει.