Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

.

   Η μάνα μου προχτές ονειρευόταν φωτισμένες τις μπανιέρες στο Ναύπλιο και στο λιμάνι καράβια με εφοπλιστές που έρχονταν να κάνουν επενδύσεις να σώσουν την Ελλάδα. Όλων μας τα νεύρα είναι κρόσσια. Αυτό το έχουμε εμπεδώσει.
   Σκεφτόμουν οτι τίποτα δεν αξίζει να το έχεις, αν δεν μπορεί να βοηθήσει και τους φίλους σου. Ή, για να το διατυπώσω πλέον κατανοητά, ό,τι δεν μοιράζεσαι, δεν έχει λόγο ύπαρξης. Λεφτά, ρούχα, αντικείμενα, σκέψεις, άνοιξε το χέρι σου και δωσ' τα-καθότι μαζί σου δεν θα τα πάρεις, που λέει και η γιαγιά. Τους ανθρώπους όμως μπορείς να τους πάρεις και να πάτε μια βόλτα, να 'ρθει το μέσα σου να καργάρει ευτυχία. Προτιμότερο αυτό.
   Σ' αυτό το πνεύμα -πάει λίγος καιρός- φορέσαμε με τον Γείτονα ένα απόγευμα ο ένας τα ρούχα του άλλου, από πάνω μέχρι κάτω (έως και τα γυαλιά ηλίου), και βγήκαμε για καφέ. Επίσης, κανα δυο μερες πριν, είχαμε κοιμηθεί στο σπίτι μιας φίλης και το πρωί που ξυπνήσαμε, για να μην είμαστε με χτεσινά ρούχα, βγάλαμε πλάτη με πλάτη τα παντελόνια μας και τα ανταλλάξαμε κι αυτά, σχολιάζοντας την περίεργη αίσθηση του να φοράς ρούχο που έχει ζεστάνει άλλος-αλλά μας είχε, τρόπον τινά, προλάβει ο Ελύτης, as always.
   Έρχονται ώρες που σκέφτομαι κάτι, μια διαπίστωση για τη ζωή μου φερ' ειπείν, και δεν ξέρω αν είναι δική μου σκέψη ή της Γενοβέφας. Τη νιώθω και τη σκέψη ζεστή, σα φορεμένο ρούχο.
   Τρομάζω λίγο με όλο αυτό το μοίρασμα, την κατάλυση της ιδιοκτησίας, αλλά δεν θα την άλλαζα με τίποτα. Οι άνθρωποί μου μού είναι πολύτιμοι, με προσδιορίζουν, μου δίνουν υπόσταση, "είμαι εγώ" γιατί "είναι αυτοί". Έτσι "είμαστε". Και συμπληρώνουμε ο ένας τα λόγια του άλλου και εκνευρίζουμε ο ένας τον άλλο, και γελάμε και κλαίμε και αν κάτι πάει στραβά το καταλαβαίνουμε διαισθητικά πριν καλά καλά συμβεί, και φοράμε ο ένας τα ρούχα του άλλου δεύτερη μερα και μπλέκονται οι μυρωδιές μας, και κοιμόμαστε όλοι μαζί σε ένα σπίτι και του καθενός του πράγματα είναι όλων τα πράγματα. Έτσι θέλω να ζω.
   Με αυτό το mindset, μα τον Χριστό και την Παναγία, δεν μπορώ με τίποτα να καταλάβω τί συμβαίνει εκεί έξω.

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

το προφανές


   Ας κοροϊδεύει η Γενοβέφα όσο θέλει, η Νικολακοπούλου είναι μια θεότητα ινκαρνάτα. Γιατί καταφέρνει αυτό που πρίν από αυτήν κατάφερναν οι μεγάλοι μόνο (Γκάτσος, Τσιτσάνης off the top of my head...), να μιλήσει δηλαδή για το προφανές, απλά. "Χάρηκα που τα 'παμε, έστω και τώρα" λέει κάπου. Και καταλαβαίνεις οτι τον αγάπησε τον μαλάκα, τη χώρισε ο μαλάκας, τον πόνεσε τον μαλάκα, ήρθε και μάργωσε το μέσα της για τον μαλάκα και τώρα -μετά την τόση οδύνη-, ξεκαθάρισαν στο κεφάλι της όλα. Ησύχασε.
   Έχει βέβαια μια μανιέρα ο στίχος της, αλλά ποιός είμαι εγώ να κατηγορήσω, ειδικά εφόσον αυτή γίνεται όπως γίνεται και αισθητικά με καλύπτει. 
   Ο δε Τσιτσάνης, το 'χουμε ξαναπεί, έγραψε αυτό που θα σας δώσω κι από κάτω ως λέξεις για την καρτέλα, και το οποίο, αν ποτέ ερωτηθώ, θα πω οτι είναι το αγαπημένο μου ποίημα στον κόσμο όλο.
   
Βραδιάζει γύρω κι η νύχτα
απλώνει σκοτάδι βαθύ
κορίτσι ξένο σαν ίσκιος
πλανιέται μονάχο στην γη

Χωρίς ντροπή, αναζητεί
τον ήλιο που έχει χαθεί,
στα σκοτάδια να βρει

Μπορεί να το ‘χουν πλανέψει
ακρογιαλιές δειλινά
και σκλαβωμένη για πάντα
κρατούνε την δόλια καρδιά

Μπορεί ακόμα μπορεί,
να έχει πια τρελαθεί
και τότε ποιος θα ρωτήσει
να μάθει ποτέ το γιατί