Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Μονόλογος για έναν ηθοποιό, έναν θεατή και ένα άηφον να παίζει μουσική σε shuffle.


   Ακούω πολύ καθαρά στο μυαλό μου την Diamanda Galas να φτύνει “είστε υπεύθυνοι“ και θυμάμαι τί ωραία βιβλία που διάβαζα όταν ήμουν πιο μικρός και τί ωραίες μουσικές που άκουγα. Πώς όλα αυτά τα έστηνα γύρω μου έναν κόσμο και απορροφόμουν (απορροφιόμουνα, απορροφούμουν, δεν ξέρω-χέσ’ τε με.). Αλλά χανόμουν με τις ώρες, ήμουν απόλυτα και με κάθε επισημότητα κάπου αλλού. Τώρα μου είναι δύσκολο όλο αυτό. Θέλω να πω, μπορεί πάλι να κάτσω κάτω με ένα βιβλίο, αλλά παράλληλα θα αγχωθώ γιατί δεν έστειλε μήνυμα, που στο διάολο είναι, τί θα κάνω με τη σχολή, πρέπει να μαζέψω το σπίτι, δεν εχω τηλεφωνήσει στη μάνα μου κανα διήμερο. Δεν είναι το ίδιο.
   Όσο και να άλλαξαν όμως όλα, η ζωή μου παραμένει δέσμια λέξεων-και αρωμάτων. Που νόμιζα οτι είναι κόλλημα της ενηλικίωσής μου, αλλά κρατάει και αυτό από τότε που έβοσκα γίδια (μη γελάτε) και έτριβα στα χέρια μου μανταρινόφυλλα, δάφνες και κατι μυριστικά κοντά και πράσινα-ανάθεμα αν έμαθα ποτέ τ’ όνομά τους-, ενώ χάζευα τους πολύ μουντούς ορίζοντες της Πελοποννήσου, με τα μαλακά υψώματα και τα δέντρα. Με τα μαύρα χώματα. Δεν είχα πολύ σαφή προορισμό τότε.
   Το μόνο που ζητάω είναι μια ευκαιρία να μετουσιωθώ. Νομίζω το ίδιο ζητάμε όλοι. Μια ευκαιρία να πλύνω το πρόσωπό μου το πρωί στο νιπτήρα και σηκώνοντας το κεφάλι να δω τα μάτια μου στον καθρέφτη άδολα, να αγαπάνε. Να αγαπάς σημαίνει να έχεις πάρει συγχώρεση.
   Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσων ανθρώπων λόγια είναι η τελευταία παράγραφος. Cesare Paveseper tutti la morte ha una sguardo/ verra la morte e avra I tuoi occhi […] sara comme smettere un vizio/ comme videre nello specchio riemergere un viso morto”, Οδυσσέας Ελύτης “να μη θυμίζεις σε τίποτα τους αυστηρούς βράχους, κι όμως η μορφή σου να μοιάζει με τον ύμνο τους, να σε παίρνουν τα πέτρινα σκαλιά ψηλά-ψηλά και εκεί να καρδιοχτυπάς έξω από την πύλη του καινούριου κόσμου”, η μάνα μου να θυμάται ένα χειμώνα που δούλευε στη Σπάρτη μόνη της, μακριά από όλους και να απαγγέλει Σεφέρη “το κρύο νερό καθε πρωί μου θύμιζε πως δεν έχω τίποτε άλλο ζωντανό κοντά μου”, ένα συγκρότημα που έβαλε τον μικρό πρίγκηπα να λέει  “όποιος θέλει να λάμψει, καίγεται. Δηλαδή πονάει… […] αγαπάει ό,τι ζει και μαζί του ξαναδημιουργεί τον κόσμο.”
   Δεν έχει άλλο σκοπό όλη αυτή η απαρρίθμηση από το να δείξει οτι μια μου κουβέντα έχει από πίσω της τα λόγια τόσων ανθρώπων. Οτι εγώ είμαι ό,τι είμαι επειδή αυτοί ήταν ό,τι ήταν. Νιώθω βαθιά αυτή τη σύνδεση, σα σύρματα χοντρά καρφωμένα στις φλέβες των χεριών μου (συγχωρέστε μου το σπλάτερ της περιγραφής). Και δεν νιώθω συνδεδεμένος μόνο με αυτούς, παρά με όλους τους ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή μου. Προσπαθώ να βρω μια εξαίρεση σε αυτό που μόλις είπα-σκέφτομαι τους χειρότερους εχθρούς μου, ανθρώπους για τους οποίους ευχήθηκα “ας παν’ στο λύκο”. Όχι. Δεν εξαιρείται κανείς. Είμαι ένα κολάζ από λόγια και σκέψεις άλλων.
   Δεν ξέρω αν το παθαίνει κανείς άλλος -οπότε η γενίκευση περριτεύει, όπως πάντα άλλωστε- αλλά ακόμα και μες στη μέρα μου, την ώρα που συμβαίνει οτιδήποτε, ακούω στο μυαλό μου λόγια άλλων να σχολιάζουν τα οσα ζω-ακούω τον Χαρούλη να ψέλνει “βάστα το νου/ να μην γκρινιάξει του καιρού/ που ‘κανε με τον πονο κλίκα/ και τσιγκουνεύεται τη γλύκα” την ίδια στιγμή που ηττόμαι απόλυτα σε κάτι -ό,τι και να ‘ναι- και πρέπει να το ξαναπάρω από την αρχή. Μερικές φορές κιόλας αποσυντονίζομαι τόσο από αυτήν την παράλληλη βίωση, που φαίνεται παραξενεύει το βλέμμα μου και με ρωτάνε τί έχω, τί επαθα-για να πάρουν την απάντηση “συγγνώμη, αλλά δεν είμαι πολύ εδώ αυτή τη στιγμή”.
   Πέρα όμως από αυτά, που εκτός από προσωπικά μάλλον, είναι και λίγο τραβηγμένα, η βασική ιδέα παραμένει. Αν τόσο σαφώς ετεροπροσδιοριζόμαστε, πώς μπορεί η αλληλεγγύη να παραμένει αίτημα; 

1 σχόλιο:

fieryfairy είπε...

Εξαιρετικό. Απλά.
Θα σταθώ στο "...να δω τα μάτια μου στον καθρέφτη άδολα, να αγαπάνε" και θα πρόσθετα 'να ΜΕ αγαπάνε'. Όπως λες κι εσύ, αγάπη είναι συγχώρεση κ δυστυχώς τον εαυτό μας δεν τον συγχωρούμε εύκολα κι αυτό είναι το πρώτο βήμα για τα αγνά άδολα μάτια.